- παραπλῆγες
- παραπλήξstricken sidewaysmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράπληγες — παρά ἀπολήγω leave off imperf ind act 2nd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που πλήττεται από τα πλάγια 2. μτφ. παράφρονας, μανιακός, τρελός («οὕτως ἐκφρονας... καὶ παραπλῆγας τὸ δωροδοκεῑν ποιεῑ», Δημοσθ.) 3. παράλυτος 4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ παραπλῆγες οι παραλύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek